Συχνές Ερωτήσεις

Υπάρχει συχνά σύγχυση σε σχέση με το ποια από τις δύο ειδικότητες θα βοηθούσε περισσότερο στο πρόβλημα σας. Θα γινόταν ίσως πιο ξεκάθαρο αν σκεφτείτε την εκπαίδευση του καθενός. Ο ψυχίατρος είναι κατά βάση γιατρός και ως τέτοιος, προσπαθεί να βοηθήσει και στην αντιμετώπιση ψυχοσυναισθηματικών προβλημάτων. Βλέπει τα προβλήματα αυτά σε μια οργανική βάση και συνταγογραφώντας συχνά φάρμακα, ίσως παράλληλα και με ψυχοθεραπεία, προσπαθεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Στη λογική των περιπτώσεων ο ψυχίατρος έχει συνδεθεί με τις “δύσκολες” περιπτώσεις ψυχολογικών προβλημάτων και διαταραχών και αυτό επειδή πράγματι στις ‘δύσκολες’ περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι τόσο έντονα που η φαρμακοθεραπεία πολλές φορές είναι απαραίτητη.

Ο ψυχολόγος δεν έχει ιατρική εκπαίδευση αλλά η εκπαίδευση του έχει τις ρίζες του στη φιλοσοφία και στις κοινωνικές επιστήμες. Βλέπει στα ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα προσωπικούς, οικογενειακούς, κοινωνικούς παράγοντες και προσπαθεί να ‘συμμαχήσει’ με το συναίσθημα, τη λογική, τη συμπεριφορά και την ψυχή του πελάτη. Στη “συμμαχία” αυτή χρησιμοποιεί μεθόδους και τεχνικές της ψυχοθεραπείας για να αντιμετωπιστούν οι βαθύτερες αιτίες των ψυχολογικών δυσκολιών του ατόμου που αυτές μπορεί να βρίσκονται στον τρόπο σκέψης του, στις σχέσεις του, στην αυτοεικόνα του.

Το πού θα αποφασίσετε να απευθυνθείτε έχει λοιπόν κυρίως να κάνει με το πώς εσείς ο ίδιος βλέπετε το πρόβλημα σας. Είναι κατά τη γνώμη αλλά και την οπτική τη δική σας τέτοιο που χρειάζεται η μέγιστη εξωτερική παρέμβαση για την επίλυσή του με τη χρήση και κάποιου φαρμάκου ή είναι εφικτή η αντιμετώπιση του με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του δυναμικού που διαθέτεται ως προσωπικότητα;Σε πολλές περιπτώσεις οι δύο ειδικότητες χρειάζεται να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και παράλληλα. Ο ψυχολόγος παρέχοντας ψυχοθεραπεία και ο ψυχίατρος φαρμακοθεραπεία. Μπορεί δηλαδή να συσταθεί στον ασθενή του ψυχιάτρου να επισκεφθεί και ψυχολόγο ή το αντίστροφο. Εφόσον υπάρχει ανάγκη ο ψυχίατρος ή ψυχολόγος σας (ανάλογα με το ποιον θα επιλέξετε να προσεγγίσετε) θα σας το συστήσει.

Με βάση το νόμο, σε ότι αφορά τα επαγγελματικά δικαιώματα του ψυχολόγου ο κάθε ψυχολόγος μπορεί να παρέχει υπηρεσίες ψυχοθεραπείας (δεδομένου ότι ασκεί νόμιμα το επάγγελμά του, είναι δηλαδή κάτοχος άδειας ασκήσεως επαγγέλματος). Ωστόσο, η ψυχοθεραπεία είναι μια εξειδικευμένη υπηρεσία, μέσα σε πολλές άλλες που παρέχει ο ψυχολόγος και για την οποία υπάρχουν εξειδικευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα.

Οι καταρτισμένοι στην ψυχοθεραπεία ψυχολόγοι, έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους σε ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ψυχοθεραπείας που συνήθως είναι άνω των τριών ετών. Στα εκπαιδευτικά αυτά προγράμματα ψυχοθεραπείας γίνεται η πρακτική κυρίως εκπαίδευσή τους σε διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις ανάλογα με το πρόγραμμα (γνωστικοσυμπεριφορική προσέγγιση, συστημική προσέγγιση, ψυχανάλυση κλπ).

Εκεί ο επαγγελματίας ψυχολόγος αποκτά ψυχοθεραπευτικές δεξιότητες και εξοπλίζεται με τεχνικές πολύτιμες για την ποιότητα της υπηρεσίας του. Πολλοί ψυχίατροι επίσης θέλοντας να αξιοποιήσουν και οι ίδιοι τη δύναμη της ψυχοθεραπείας, εκπαιδεύονται σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν και ψυχοθεραπευτικά στους ασθενείς τους.

Πολλές φορές, οι λόγοι που οδηγούν κάποιον σε έναν ψυχολόγο μπορεί να έχουν να κάνουν περισσότερο με ανάγκες συμβουλευτικής και όχι ψυχοθεραπείας. Στη συμβουλευτική ο ψυχολόγος καθοδηγεί, μοιράζεται τη γνώση του, θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα ότι εκπαιδεύει. Στην ψυχοθεραπεία ο ψυχολόγος δεν τοποθετείται μέσα από μια θέση “αυτού που ξέρει” γιατί ο θεραπευόμενος καλείται να γνωρίσει τη δική του αλήθεια.

Η συμβουλευτική έχει μικρότερη χρονική διάρκεια, το αίτημα του πελάτη μπορεί να καλυφθεί ακόμα και σε μία συνεδρία. Στην ψυχοθεραπεία η διάρκεια είναι πιο μακροπρόθεσμη. Στην ψυχοθεραπεία απαιτείται μια συστηματικότητα στις συνεδρίες, ενώ οι συνεδρίες συμβουλευτικής μπορεί να προκύπτουν εκτάκτως, όταν εμφανιστεί ανάγκη συμβουλευτικής- πληροφόρησης.

Αιτήματα για παράδειγμα συμβουλευτικής θα μπορούσαν να είναι: πώς να ανακοινώσω στο παιδί μου τον ερχομό δεύτερου μωρού στην οικογένεια; Πώς να βοηθήσω το γιο μου να αποφασίσει να δει κάποιον ειδικό; Πώς να καταλάβω ποιο επάγγελμα μου ταιριάζει; (επαγγελματικός προσανατολισμός) κλπ

Αιτήματα ψυχοθεραπείας θα μπορούσαν να είναι: έχω έντονο άγχος, δεν αντλώ ικανοποίηση από τη σχέση μου, έχω χαμηλή αυτοπεποίθηση, έχω ψυχοσωματικά συμπτώματα, νομίζω ότι έχω κατάθλιψη, έχω κάποιο δίλημμα που με βασανίζει …κλπ

Εξαρτάται από το πόσοι σύμμαχοι υπάρχουν για τη θεραπευτική σχέση! Για τους συστημικούς (οικογενειακούς) θεραπευτές, τις περισσότερες φορές η συμμετοχή των υπόλοιπων μελών της οικογένειας είναι πολύτιμη και βοηθητική καθώς όλο το σύστημα συμμετέχει στην ανάπτυξη των δυσκολιών που χαρακτηρίζουν τα μέλη του.

Ωστόσο, όταν αυτό δεν είναι εφικτό, μπορούμε να δουλέψουμε με το δυναμικό ενός μέλους επιδιώκοντας συνολική αλλαγή στις οικογενειακές σχέσεις μέσα από τη δική του μεμονωμένη προσπάθεια.

Η απόφαση του γονέα να απευθυνθεί σε έναν ειδικό για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί δεν είναι εύκολο βήμα. Μία επόμενη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο γονιός είναι πως θα φέρει και το παιδί στον ψυχολόγο.

Συχνά οι γονείς βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία. Τί να του πω; Πώς θα το πάρει; είναι μερικές από τις ερωτήσεις που βασανίζουν τη σκέψη τους. Εξίσου συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι με παιδιά που δεν ξέρουν ποιοι είμαστε ή γιατί τα έχουν φέρει σε μας οι γονείς του. Το κύριο χαρακτηριστικό όμως της θεραπευτικής σχέσης είναι η ειλικρίνεια. Ειλικρίνεια ανάμεσα σε μας και τους γονείς και σίγουρα ανάμεσα σε μας και τα παιδιά. Η ειλικρίνεια αυτή μπορεί να ξεκινήσει πριν ακόμα περάσει το παιδί το κατώφλι μας. Όπως εξηγεί ο γονιός στο παιδί ότι πηγαίνει στο γιατρό γιατί έχει πυρετούλι και πρέπει να γίνει καλά, με τον ίδιο τρόπο μπορεί να του εξηγήσει ότι π.χ. τώρα τελευταία επειδή είναι λυπημένο ή επειδή συνέβη ένα γεγονός στην οικογένεια θα πάνε όλοι μαζί σε έναν ειδικό για να τους βοηθήσει όλους μαζί. Εκεί, με τον ψυχολόγο θα παίξει, θα κάνει ασκησούλες και θα μπορέσει να ανακαλύψει τρόπους για να νοιώθει καλύτερα, να περνάει καλύτερα και να συμπεριφέρεται καλύτερα.

Αν τονίσουν ότι και οι ίδιοι θα βοηθηθούν για να βελτιωθεί το κλίμα στην οικογένεια, τότε παίρνουν ένα μεγάλο βάρος από τους ώμους του παιδιού και μοιράζονται όλοι μαζί την ευθύνη της θεραπείας. Με ξεκάθαρες εξηγήσεις και χωρίς υπεκφυγές, το παιδί πλησιάζει τον ψυχολόγο χωρίς άγχος και εδραιώνει γρηγορότερα μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του.

Η σκέψη για τις ομάδες γονέων γεννήθηκε ως απάντηση σε μια έκδηλη αγωνία που βλέπαμε στους γονείς σε διάφορους χώρους, σχετικά με τις προκλήσεις του γονεϊκού τους ρόλου. Συναντούσαμε στην καθημερινότητά μας γονείς, στα σχολεία, στη γειτονιά, σε διάφορες εκδηλώσεις που εξέφραζαν έντονες ανασφάλειες σχετικά με το αν είναι επαρκείς, αν αντιμετωπίζουν σωστά τις διάφορες καταστάσεις, τι είναι “καλό” και τι όχι.

Παράλληλα, διαπιστώναμε την ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση των γονιών μεταξύ τους, το κλείσιμο στο σπίτι και την έλλειψη μοιράσματος των εμπειριών, των διαπιστώσεων και των καλών πρακτικών. ‘Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εποχή που διανύουμε και οι συνθήκες ζωής είναι τελείως διαφορετικές σε σχέση με το παρελθόν, καθιστούν τους παραδοσιακούς τρόπους διαπαιδαγώγησης αναποτελεσματικούς και αφήνουν τους γονείς μετέωρους, χωρίς να μπορούν να μιμηθούν τους δικούς τους γονείς αλλά και αποκομμένους από τα φυσικά ένστικτα που θα τους βοηθούσαν να εφεύρουν κάτι νέο.

Αυτά τα κενά προσπαθούμε να τα γεφυρώσουμε μέσα από τις ομάδες. Φέρνοντας τους γονείς μαζί, για να μοιραστούν εμπειρίες, να διαπιστώσουν ότι “δεν κάνει μόνο το δικό τους παιδί έτσι”, δεν είναι μόνοι μέσα στην ανασφάλεια και την αμφιβολία. Αναβιώνουμε το κλίμα της παραδοσιακής “αυλής” όπου τα παιδιά μεγάλωναν μαζί και οι γονείς είχαν μέτρο σύγκρισης και ήξεραν τι να περιμένουν σε κάθε ηλικία.

Το κυριότερο επίτευγμα όμως της ομάδας είναι ότι βοηθάει τον κάθε γονιό ξεχωριστά, μέσα από το βίωμα, να διαπιστώσει ότι οι λύσεις είναι μέσα του και το δικό του παιδί είναι διαφορετικό από όλα τα παιδιά του κόσμου.