Πολύ πιο σπάνια θα πάνε οι γονείς στον ειδικό ψυχολόγο με αιτήματα του τύπου: ‘πώς θα κάνω το παιδί πιο ανεξάρτητο, αυτόνομο, με αυτοπεποίθηση, με δυνατότητα να παίρνει πρωτοβουλίες, να αμφισβητεί, να διερευνά, να έχει ενδιαφέροντα και κίνητρα στην καθημερινότητα.’
Τι συμβαίνει λοιπόν; είναι πιο συχνές οι δυσκολίες οριοθέτησης ή είναι πιο δύσκολες οι απαιτήσεις του γονιού στο θέμα της οριοθέτησης σε σύγκριση με προσδοκίες του σε άλλες δεξιότητες του παιδιού όπως αυτές της ανάπτυξης αυτοπεποίθησης, αυτονομίας, πρωτοβουλίας και κριτικής σκέψης?
Και γιατί αλήθεια ο γονιός να προβληματίζεται συχνότερα με το κατά πόσο το παιδί ‘συμμορφώνεται’ στους κανόνες λειτουργίας στο οποίο ανήκει(οικογένεια,σχολείο,δραστηριότητες) και σπανιότερα με το κατά πόσο ενεργεί ελεύθερα, αυτόνομα και με κριτική σκέψη σ’ αυτό το σύστημα? Πέρα από το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον που έχει αυτή η αναρώτηση, μια απάντηση αυθόρμητη φαντάζομαι θα ήταν: ‘μα επειδή αυτό έτσι κι αλλιώς το κάνει’, και δε θα διαφωνήσω σ’ αυτό. Είναι αλήθεια ότι από τη φύση τους τα παιδιά έχουν την επιθυμία να εξερευνήσουν, να δοκιμάσουν, να πειραματιστούν και κατ’ επέκταση να αμφισβητήσουν και να καταπατήσουν τις νόρμες λειτουργίας του κάθε συστήματος… η διαφορά κατά τη γνώμη μου είναι ότι αυτό γίνεται μέσα από μια πρόθεση τους να μάθουν τον κόσμο και να γνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα από αυτόν….τη στιγμή που δυστυχώς ο ενήλικας περισσότερο αντανακλαστικά θα αντιδράσει αμυντικά σα να απαντάει σε μια πρόθεση του παιδιού να αμφισβητήσει τη δύναμη του και τη δικαιοδοσία του στον έλεγχο των πραγμάτων, προκαλώντας έτσι ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Εκείνη τη στιγμή που θα μεταφράσει τις συμπεριφορές του παιδιού ως συμπεριφορές ‘που πάνε να του πάρουν τον αέρα’- ‘να γίνει το δικό του’, θα προβληματιστεί περισσότερο πανικόβλητα για το κατά πόσο οριοθετημένο είναι το παιδί, κατά πόσο ξεκάθαρο του έχει κάνει το ‘ποιος κάνει κουμάντο’.
Ποια άλλη μετάφραση θα χωρούσε σε αυτές τις συμπεριφορές του παιδιού πέρα από αυτήν που συνήθως ερμηνεύει ο γονιός ως ανάγκη του παιδιού να γίνει το δικό του; Αν εκείνη τη στιγμή νιώσει ότι το παιδί δεν γίνεται ανυπάκουο αλλά δοκιμάζει, δεν αντιδρά σε αυτά που ο ίδιος προστατευτικά του ορίζει αλλά πειραματίζεται πέρα από αυτά, δεν προσπαθεί να επιβληθεί αλλά να αυτενεργήσει,… και το κυριότερο, αν διαισθανθεί ότι δεν πρόκειται περί μιας προσωπικής μάχης του παιδιού απέναντι του αλλά πριν μιας φυσικής διαδικασίας ανάπτυξής του ….η δική του απάντηση σ’ αυτην τη συμπεριφορά του παιδιού, θα ήταν καθοριστικά διαφορετική αλλά και η αναγκαιότητα για οριοθέτηση το ίδιο. Σε μια τέτοια στάση ο γονιός δε θα προβληματιζόταν τόσο για το πώς να βάλει τα όρια στη συμπεριφορά του παιδιού, αλλά για το πώς αυτά τα όρια που όλοι καλούμαστε να σεβαστούμε(συμπεριλαμβανομένου και του γονιού) δε θα κλωνίσουν την ανάγκη του παιδιού να μάθει, να λειτουργήσει ελεύθερα, να εξερευνήσει. Η οπτική αυτή θα θέσει τον γονιό δίπλα στο παιδί που μαζί του αναζητά λύσεις και διεξόδους μέσα σε ένα ορισμένο πλαίσιο αναφοράς και όχι απέναντι του.
Άλλωστε, αυτό δεν κάνει και ο ενήλικας στην καθημερινότητα; Δεν είναι η ίδια η καθημερινότητα μια διαρκή πάλη να καλύψουμε ανάγκες μας μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που ορίζεται από τις εργασιακές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που ζούμε; Τι θα μας διευκόλυνε σ’ αυτήν τη δική μας προσπάθεια να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες στα όρια που θέτει το πλαίσιο των συνθηκών μας αυτών. Σίγουρα το να μας επαναλαμβάνει και να μας υπενθυμίζει διαρκώς κάποιος το πόσο αυστηρά και αμετάκλητα είναι αυτά τα όρια (οικονομικά,εργασιακά κλ.π) δε θα μας ήταν χρήσιμο σε κάτι. Απεναντίας, η επικέντρωση της προσοχής μας σε αυτό θα μας δημιουργούσε μια μόνιμη δυσανασχέτηση και αυτή με τη σειρά της μια ένταση. Περισσότερο χρήσιμη θα ήταν μια βοήθεια για το πώς μπορούμε να καλύψουμε αυτές τις ανάγκες μας δεδομένων των συνθηκών. Μέσω του παραδειγματισμού; Της ανταλλαγής απόψεων με κάποιον άλλον; Μήπως μέσω της ελευθερίας πειραματισμού μας στο πεδίο εντός ορίων του πλαισίου μας με τη δυνατότητα να κάνουμε λάθη και να λειτουργήσουμε διορθωτικά? Γιατί να απέχει η μεταχείριση του παιδιού από κάτι τέτοιο. Και το παιδί όπως και εμείς καλείται να εφεύρει τρόπους να κινηθεί σε ένα σύστημα, που αν νομίζουμε ότι εμείς το ορίζουμε εξ’ ολοκλήρου είμαστε γελασμένοι. Αυτή η προσπάθεια του παιδιού είναι κοινή με τη δική μας και όχι επιβαλλόμενη από εμάς. Μας μένει λοιπόν να του διδάξουμε τρόπους να πετύχει τους στόχους του και όχι να το περιορίσουμε νιώθοντας τους στόχους του συγκρουόμενους με τους δικούς μας.
Τη στιγμή λοιπόν που αναζητώ τρόπους για να κάνω το παιδί πιο ανεξάρτητο, αυτόνομο την ώρα που αυτό μπορεί να ζητά και να θέλει περισσότερη ώρα για να παίξει, μπορούμε να διαβάσουμε την ανάγκη του να δημιουργήσει και όχι την ανάγκη του να μας επιβληθεί και να απαντήσουμε σε αυτήν ως τέτοια. Έτσι θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε μαζί του τρόπους που αυτό θα μπορούσε να γίνει δεδομένου του πλαισίου αναφοράς του (καθημερινό πρόγραμμα του παιδιού) με έναν παρόμοιο τρόπο που και μεις ψάχνουμε διεξόδους τη στιγμή που νιώθουμε κουρασμένοι κατά τη διάρκεια εργασίας μας. Στην αρχή και θα διερευνούσαμε τα περιθώρια μας για άδεια από τον εργοδότη και κατόπιν θα επιθυμούσαμε ένα εργασιακό κλίμα που θα μας έκανε τις δύσκολες στιγμές μας όσο το δυνατόν πιο παραγωγικές, δεδομένης της κούρασης. Κανένας μας δε θα ήθελε έναν εργοδότη που θα τον μάλωνε απλά και μόνο επειδή αποπειράθηκε να διεκδικήσει άδεια. Θα ήταν βοηθητικός ωστόσο αν έδειχνε κατανόηση και βοηθούσε προτείνοτας αλλες συνθήκες για να φέρουμε το έργο μας εις πέρας.
Ας στρέψουμε λοιπόν ως γονείς τη ματιά μας από τα ορια, στο περιεχομενο που υπάρχει μέσα σε αυτά.Και η αναρώτηση ‘πώς θα κάνω το παιδί μου πιο ανεξάρτητο, αυτόνομο, πειθαρχημένο στα όρια που ορίζω’ ας μετατραπεί σε ‘πώς θα επισημαίνω και θα ενθαρρύνω την ελευθερία του παιδιού μεσα στα οριοθετημένα πλαίσια που χαρακτηρίζουν τις ζωές όλων μας’. Μια αναρώτηση σίγουρα πιο δημιουργική και παραγωγική.