Τη συμβουλευτική καταρχήν την καθορίζει το αίτημα. Για να υπάρχει συνεδρία συμβουλευτικής πρέπει να διατυπωθεί αίτημα συμβουλευτικής από τον ενδιαφερόμενο. Αίτημα συμβουλευτικής μπορεί να σταθεί ένα ερώτημα το οποίο απευθύνεται σε έναν ψυχολόγο ως ‘ειδικό’, αναζητώντας την επιστημονική του κατάρτιση, την άποψή του και τη συμβουλή του πάνω στο θέμα που διατυπώνει. Έτσι για παράδειγμα, αιτήματα συμβουλευτικής μπορεί να είναι προβληματισμοί της φύσεως: πώς θα ανακοινώσω στο παιδί μου τον χωρισμό μας; Πώς να βοηθήσω τη φίλη μου που βρίσκεται σε πένθος; Σε ποια ηλικία θα πρέπει να δω ποια αναπτυξιακά επιτεύγματα στο παιδί μου;
Στα αιτήματα αυτά, εύκολα μπορεί κανείς να διαβάσει την ανάγκη του ενδιαφερόμενου για ‘τη γνώση του ειδικού’.
Τα αιτήματα συμβουλευτικής συνήθως ελλείπονται συμπτωμάτων. Είναι τις περισσότερες φορές κοινοί προβληματισμοί, φορτισμένοι ωστόσο εξαιτίας μιας δύσκολης τρέχουσας κατάστασης. Αυτή ακριβώς η φύση των προβληματισμών φέρνει αρκετά κοντά τη διαδικασία της συμβουλευτικής στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ο ενδιαφερόμενος αναζητά τη γνώση από τον ειδικό, ο οποίος με τη σειρά του θα προσπαθήσει να τη μεταφέρει.
Η ανάγκη συμβουλευτικής συνήθως προϋποθέτει μια αρκετά δομημένη συζήτηση ανάμεσα στον ψυχολόγο και τον ίδιο. Στη συζήτηση αυτή αρχικά γίνεται μια αναλυτική και διευρυμένη διερεύνηση του προβληματισμού και της κατάστασης και στην πορεία μια ξεκάθαρη τοποθέτηση του ψυχολόγου. Η διάρκεια της σχέσης ανάμεσα στον ενδιαφερόμενο και τον ψυχολόγο είναι αρκετά σύντομη. Πολλές φορές μπορεί να μη χρειαστεί καν δεύτερη συνάντηση.
Ωστόσο, πολλές φορές το αρχικό αίτημα συμβουλευτικής στην πορεία της διερεύνησής του μπορεί να μετατραπεί σε ψυχοθεραπευτικό αίτημα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο ενδιαφερόμενος έρχεται με αφορμή ένα προσδιορισμένο ερώτημα, αλλά στην πορεία της συζήτησης με τον ψυχολόγο αναδύονται ανάγκες βαθύτερης διερεύνησης και επεξεργασίας. Έτσι το ερώτημα: ‘πώς θα βοηθήσω τη φίλη μου που πενθεί’, μπορεί να οδηγήσει σε ερώτημα: ‘πώς θα αντέξω εγώ τον πόνο που μου προκαλεί το γεγονός ότι η φίλη μου υποφέρει’ και ‘πώς θα βιώσω πλέον τη σχέση μου μαζί της τώρα που καταλαμβάνω τόσο λίγο χώρο στη ζωή της εξαιτίας του πένθους’ κ.λ.π. Στα ερωτήματα αυτά είναι προφανές ότι η δεν υπάρχει ανάγκη αναζήτησης μιας γνώμης, γνώσης, θέσης του ‘ειδικού’ αλλά ανάγκη προσωπικής διερεύνησης και αυτογνωσίας που επιτυγχάνεται μέσα από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Και είναι τότε που το αίτημα συμβουλευτικής αλλάζει σε αίτημα ψυχοθεραπείας.
Το κάθε αίτημα συμβουλευτικής, θα μπορούσε να μετατραπεί κατά τη γνώμη μου σε αίτημα ψυχοθεραπείας. Καθορίζεται από τη διαθεσιμότητα του ενδιαφερόμενου στο πόσο βαθιά θα ήθελε να διεισδύσει στην διερεύνηση του εαυτού. Ο βαθμός προθυμίας και διαθεσιμότητας φυσικά γίνεται σεβαστός από τον ψυχολόγο, καθώς αυτός ο βαθμός θα καθορίσει τη συμβουλευτική/ ψυχοθεραπευτική σχέση σε ότι αφορά τους στόχους της σχέσης αυτής, τη διάρκεια και τα χαρακτηριστικά της.
Συμβουλευτική ή ψυχοθεραπεία στο τέλος στόχο έχουν να αφήσουν τον ενδιαφερόμενο ένα βήμα παρακάτω από εκεί που βρισκόταν ….. τολμήστε το ….